-
1 ταμίας
Aταμία IG11(2).287
B100 (Delos, iii B.C.), 42(1).77.14 (Epid., ii B.C.)), ὁ: old [dialect] Att. dat. pl. ταμίᾱσιν ib.12.232.3, 237.56: [dialect] Aeol. [full] τομίαις dub. in Alc.87 ([full] ταμίαις acc. to Gramm.in PBouriant 8.16):—prop. one who carves and distributes, dispenser, steward,ταμίαι παρὰ νηυσὶν ἔσαν, σίτοιο δοτῆρες Il.19.44
, cf. Ar.V. 613 (anap.), Ostr.Bodl. i 304 (ii B.C.);τ. ἀνδράσι πλούτου Pi.O.13.7
(pl.).2 of Zeus, as the dispenser of all things to men,Ζεύς, ὅς τ' ἀνθρώπων τ. πολέμοιο τέτυκτο Il.4.84
; τ. ἀγαθῶν τε κακῶν τε Poet. ap. Pl.R. 379e; οὐκ ἔστιν πλὴν Διὸς οὐδεὶς τῶν μελλόντων τ. S.Fr.590.4 (anap.); Ζῆνα, ὃς ὅρκων θνατοῖς τ. νενόμισται controller, E.Med. 170 (anap.);τῶν ὄμβρων καὶ τῶν αὐχμῶν τοῖς ἄλλοις ὁ Ζεὺς τ. ἐστίν Isoc.11.13
; also τ. ἀνέμων, of Aeolus, Od.10.21 (hence of the lungs, τῶν πνευμάτων τῷ σώματι τ. Pl.Ti. 84d): freq. in Pi., of kings or persons in authority, controller, director, τ. Κυράνας, Σπάρτας, P.5.62, N.10.52; τ. κώμων master of the revels, I.6(5).57; τ. Διός steward or priest of Zeus, O.6.5; ταμίαι Μοισᾶν, i.e. poets, Fr.1; οἶκος τ. στεφάνων that hath store of crowns, N.6.26; also ἳν δ' αὐτῷ θανάτου τ. Hes.Fr.11; γνώμης τ. (fort. γλώσσης) one that is master of his judgement, Thgn.504; ἀμφοτέρων (sc. νοῦ καὶ γλώσσης) Id.1186; [ φιλότητος] Id.1242; ἅμα τῆς τε ἐπιθυμίας καὶ τῆς τύχης.. τ. γενέσθαι controller both of his desire and of fortune, Th.6.78; τ. τριαίνης, of Poseidon, Ar.Nu. 566 (lyr.); ἁλὸς ταμίαι lords of the sea, Critias 2.12: abs.,τὸν τ. Ἴακχον S.Ant. 1154
(lyr.).II in Prose, controller of receipts and expenditure, treasurer, paymaster,τ. τῶν βασιλέος χρημάτων Hdt.2.121
.ά, cf. X.HG3.1.27; τ. τοῦ ἱροῦ controller of the sacred treasure in the citadel of Athens, Hdt.8.51;τ. τῆς θεοῦ Pl.Lg. 774b
, Decr. ap. And.1.77; τ. τῶν τῆς θεοῦ Lex ap.D.43.71: abs., Lys.9.6, Arist.Pol. 1321b33; οἱ τῶν τῆς Ἀθηναίας τ. IG12.91.18; ταμίαι ἱερῶν χρημάτων τῆς Ἀθηναίας ib.304.2; ὁ τ. τοῦ δήμου ib.22.102.12, etc.; βουλῆς ταμίαι ib.223C7: freq. in other Greek states, SIG249.9 (Delph., iv B.C.), etc.;παρὰ ταμιῶν Ἁλικαρνασσέων PCair.Zen.36.25
(iii B.C.), cf. 317 (a).17 (iii B.C.); τὸν ἐκ τοῦ ζυτοπωλίου τ. ib.202.2 (iii B.C.). -
2 παρακαταθήκη
παρακατα-θήκη, ἡ,A deposit of money or property entrusted to one's care, Hdt.5.92.ή; αἱ τῶν χρημάτων π. Isoc.1.22
; π. Ἀθηναίας, i.e. deposited in her temple, IG22.1407.42; π. ἔχειν ib.12.116.16, Th.2.72, cf. Anaxandr.55.1;π. χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος Pl.R. 442e
;π. καταθέσθαι παρά τινι Lys.32.16
, cf. 5; ἀποδιδόναι to restore it, Arist. EN 1135b7; ἀποστερῆσαι to withhold it, Id.Rh. 1383b21; ἐν π. δοθῆναι, ἔχειν, Plb.5.74.5, Mitteis Chr. 372 vi 19 (ii A. D.); αἱ π. τῆς τραπέζης banking deposits, D.36.6: metaph., ταῦτ' (sc. τοὺς νόμους)ἔχεθ'.. παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ π. Id.21.177
;οἱ τὴν τῶν νόμων π. ἔχοντες Aeschin.1.187
.2 of persons entrusted to guardians, ward,Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος π. δεξαμένη Hdt.2.156
; of children, D.28.15; of persons under the protection of the state, sacred trust, Din.1.9. (Cf. παρκαθήκα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαταθήκη
См. также в других словарях:
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σκύρου — Στη βορειοανατολική πλευρά της Χώρας του νησιού, στους πρόποδες του κάστρου και κάτω ακριβώς από τη γραφική πλατεία Μπρουκ (Brooke), άρχισε να χτίζεται το 1963 και εγκαινιάστηκε δέκα χρόνια αργότερα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου. Το μουσείο… … Dictionary of Greek
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek
Σταυράκιος — I Βυζαντινός αυτοκράτορας (811), γιος του Νικηφόρου A’ (803 812) και συμβασιλέας εκείνου (804 811). Ανέβηκε στο βασιλικό θρόνο στις 25 Ιουλίου 811, μετά τη δολοφονία του πατέρα του από τον Κρούμο. Η βασιλεία του ήταν πολύ σύντομη, γιατί τρεις… … Dictionary of Greek
Αρσινόη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δισέγγονη του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Α’, σύζυγος του στρατηγού Λάγου, μητέρα του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Είχε δεσμό με τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας και η… … Dictionary of Greek
Θεοδότη — I (5ος αι. π.Χ.). Εταίρα, σύγχρονη της Ασπασίας. Στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα αναφέρεται συζήτησή της με τον Σωκράτη, ο οποίος προσπαθεί να την πείσει πως και στη γυναίκα το πνεύμα είναι πιο σημαντικό από το κάλλος. Κατά τον Αθήναιο, υπήρξε… … Dictionary of Greek
σαραντάπηχος — Επώνυμο γνωστής αθηναϊκής οικογένειας, που αναφέρεται και σαν Τεσσαρακονταπήχης. Η οικογένεια αυτή ήταν συγγενής με την αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Ειρήνη την Αθηναία, σύζυγο του Λέοντα Δ’ και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ. Από την οικογένεια αυτή… … Dictionary of Greek